Την ανάγκη για αποπολιτικοποίηση του θέματος των αγνοουμένων, υπογραμμίζουν τα μέλη αντιπροσωπείας της Ομάδας Εργασίας του ΟΗΕ για τις εξαναγκαστικές ή ακούσιες εξαφανίσεις, που επισκέφθηκε την Κύπρο στις 5-12 Απριλίου, και είχε επαφές, ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παράλληλα επισημαίνουν πως πρέπει να υπάρξει γρηγορότερη πρόοδος στη διαδικασία αναζήτησης των αγνοουμένων, σημειώνοντας το γεγονός πως συγγενείς τους φεύγουν από τη ζωή χωρίς να μάθουν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. «Ο χρόνος εξαντλείται», τονίζουν.
Την αντιπροσωπεία αποτελούσαν οι Luciano Hazan, Aua Balde και Henrikas Mickevicius, οι οποίοι παρουσίασαν την Τρίτη, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, στο Σπίτι της Συνεργασίας, τα προκαταρκτικά τους ευρήματα. Η τελική έκθεση για την επίσκεψη θα παρουσιαστεί στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των ΗΕ, στη Γενεύη, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
«Ενώ αναγνωρίζουμε τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα, κυρίως λόγω της μακροχρόνιας εργασίας της Δικοινοτικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο, η διαδικασία αναζήτησης έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια και παραμένουν σημαντικές προκλήσεις», παρατήρησαν οι εμπειρογνώμονες των ΗΕ.
Επιπρόσθετα έκαναν έκκληση για επείγοντα μέτρα για επιτάχυνση των εκσκαφών, της αναγνώρισης και της επιστροφής των λειψάνων των αγνοουμένων «καθώς δεκαετίες μετά τα γεγονότα του 1963/64 και του 1974, πάρα πολλοί συγγενείς πεθαίνουν χωρίς να γνωρίζουν για την τύχη και το τι απέγιναν οι αγαπημένοι τους» σημειώνοντας πως σχετικές πληροφορίες μπορεί να είναι διαθέσιμες αλλά δεν αξιοποιούνται πλήρως.
Ο Luciano Hazan είπε πως κατά την παραμονή τους στο νησί, συναντήθηκαν, μεταξύ άλλων με αξιωματούχους της κυπριακής Κυβέρνησης, τη ΔΕΑ, υπηρεσίες των ΗΕ, τον Τ/κ ηγέτη, Ερσίν Τατάρ και συμβούλους του, συγγενείς αγνοουμένων και από τις δυο κοινότητες, καθώς και με προασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόρους, ακαδημαϊκούς και άλλους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών.
Επεσήμανε πως το κύριο ζήτημα της επίσκεψης ήταν το γεγονός ότι 776 Ε/κ και 201 Τ/κ από τον επίσημο κατάλογο της ΔΕΑ παραμένουν αγνοούμενοι».
Υπογράμμισε τη σημασία του έργου της ΔΕΑ σημειώνοντας πως η Επιτροπή αποτελεί παράδειγμα δικοινοτικής καλής πρακτικής και πως είχαν την ευκαιρία να δουν τη δουλειά που γίνεται επί του πεδίου, κατά τη διάρκεια εκσκαφών.
«Πέραν του 50% από τα 2002 άτομα που βρίσκονται στον κατάλογο της ΔΕΑ έχουν εκταφεί και αναγνωριστεί και η Ομάδα Εργασίας ελπίζει ότι η στήριξη που παρέχεται στη ΔΕΑ από τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων, από τα ΗΕ και από τη διεθνή κοινότητα δωρητών θα συνεχιστεί, με στόχο την εξακρίβωση της τύχης και του τι απέγιναν οι υπόλοιποι 977 αγνοούμενοι το συντομότερο δυνατόν».
Η Ομάδα Εργασίας υπογράμμισε πως «είναι ζωτικό να υπάρξει αποπολιτικοποίηση του θέματος των αγνοουμένων στην Κύπρο και γνήσια αυτό να τύχει μεταχείρισης ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ένα ανθρωπιστικό θέμα», προσθέτοντας πως μπορούν να υπάρξουν πιο ουσιαστικά αποτελέσματα μόνο μέσω «μιας άνευ προϋποθέσεων δέσμευσης ανάμεσα σε όλους τους ενδιαφερόμενους για πλήρη συνεργασία προς την επίλυσή του και για να δοθεί πρώτιστη προτεραιότητα στα δικαιώματα των θυμάτων και των συγγενών τους».
Πρόσθεσαν πως είναι ουσιώδες η δυσπιστία και τα μίση να αφεθούν στο παρελθόν και να μπει ένα τέλος στην αγωνία και στον πόνο όλων των οικογενειών. «Οι πρωτοβουλίες και οι δραστηριότητες, κυρίως οι δικοινοτικές, που στοχεύουν στη συμφιλίωση και στην κοινωνική συνοχή πρέπει να τύχουν πλήρης υποστήριξης», σημείωσαν.
Ο κ. Hazan είπε πως «λάβαμε πληροφορίες κατά τις συναντήσεις που είχαμε πως πολιτικοί και άλλοι παράγοντες εντός της κοινότητες φαίνονται να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην απόφαση για να προχωρήσει μια έρευνα σε ένα συγκεκριμένο χώρο».
Πρόσθεσε πως αυτό είναι ένα θέμα που ανησυχεί στην Ομάδα Εργασίας, «γιατί καταλαβαίνουμε ότι επηρέασε και ακόμη επηρεάζει τη διαδικασία αναζήτησης».
«Μάθαμε επίσης ότι ουσιώδεις πληροφορίες σε σχέση με τάφους, πιθανούς μαζικούς τάφους, κατακρατούνται από τις διάφορες πλευρές λόγω δυσπιστίας και πολιτικών σκοπιμοτήτων και ανησυχούμε επίσης για την πρακτική που ακολουθείται κατά τις κηδείες μετά την αναγνώριση, όπου οι πολιτικά φορτισμένες και διαιρετικές ομιλίες, κατά την άποψή μας, κάνουν τη δυσπιστία πιο βαθιά», σημείωσε.
Συνέχισε λέγοντας πως «αυτό στο οποίο θέλουμε να δώσουμε έμφαση είναι πως είναι ουσιώδες για τις δυο πλευρές να αποπολιτικοποίησουν τη διαδικασία της αναζήτησης των αγνοουμένων και γνήσια για μεταχειριστούν το ζήτημα αυτό ως ένα ανθρωπιστικό θέμα και θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Αναφερόμενος στις συναντήσεις τους με μέλη οικογενειών αγνοουμένων, είπε πως αυτά τους εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την επιβράδυνση και την αργοπορία στη διαδικασία, «κάτι που πραγματικά θεωρούμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί».
«Είχαμε την ευκαιρία να λάβουμε πληροφόρηση για ορισμένα θέματα στη διαδικασία αναζήτησης αι έχουμε μάθει ότι η διαδικασία αναζήτησης αυτών που ακόμη αγνοούνται έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια», ανέφερε, και πρόσθεσε πως πολλοί συγγενείς πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν τι έπαθαν οι αγαπημένοι τους.
Είπε επίσης πως «ένα σημαντικό στοιχείο είναι η έλλειψη πρόσβασης σε πληροφορίες σε σχετικά αρχεία χωρών και οργανισμών που διατηρούσαν στρατιωτική, αστυνομική και ανθρωπιστική παρουσία στο νησί κατά τα γεγονότα. Είναι πραγματικά σημαντικό αυτές οι πληροφορίες να παρασχεθούν στη ΔΕΑ» ανέφερε, σημειώνοντας πως η Επιτροπή έχει ήδη πρόσβαση σε ορισμένα αρχεία.
Ο κ. Hazan επεσήμανε πως «ενώ καλωσορίζουμε την αυξημένη πρόσβαση της ΔΕΑ σε στρατιωτικές περιοχές στα βόρεια του νησιού, επαναλαμβάνουμε την έκκληση στις τουρκικές στρατιωτικές αρχές να καταστήσουν πάντοτε προσβάσιμους στη ΔΕΑ τους χώρους στο βόρειο μέρος του νησιού, καθώς και να επιτρέψουν την πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στα αρχεία με στόχο τον εντοπισμό νέων σημείων ταφής».
Οι εμπειρογνώμονες, επίσης, σημείωσαν κάποιες πρόσφατες συζητήσεις στην Κύπρο, ιδιαίτερα στην κοινωνία των πολιτών, για την εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού για την απόδοση της αλήθειας (truth-telling mechanism), που θα μπορούσε να διευκρινίσει τα γεγονότα και τις συνθήκες των εξαφανίσεων.
«Σχεδόν όλοι οι παράγοντες που συναντήσαμε έχουν υπογραμμίσει τη σημασία για διακρίβωση της αλήθειας για τα θύματα, τους συγγενείς και την κοινωνία στο σύνολό της», ανέφερε η Ομάδα Εργασίας, συστήνοντας σε όλους τους παράγοντες να εξετάσουν αυτή την ιδέα, που μπορεί να συμβάλει στη συμφιλίωση.
Οι εμπειρογνώμονες, επίσης, σημείωσαν πως «δεν υπήρξε πρόοδος σε σχέση με τις ποινικές έρευνες και διώξεις για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα άτομα να αγνοούνται, περιλαμβανομένων πιθανόν εξαναγκαστικών εξαφανίσεων».
Πρόσθεσαν πως αυτός είναι ένας άλλος ουσιώδης πυλώνας που πρέπει να αντιμετωπιστεί, μαζί με το θέμα της αλήθειας, της αποζημίωσης και της μνήμης, σημειώνοντας πως στην Κύπρο είναι πολύ λίγη η έμφαση που δίδεται στη λογοδοσία.
Σε σχέση με την πρόληψη των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων, η Ομάδα Εργασίας εξέφρασε ανησυχία για πληροφορίες που λήφθηκαν για απωθήσεις τόσο στη θάλασσα όσο και στην Πράσινη Γραμμή.
Σημείωσαν τις προκλήσεις που υπάρχουν λόγω του αυξημένου αριθμού αφίξεων στο νησί, υπενθυμίζοντας, παράλληλα, ότι «το διεθνές δίκαιο ξεκάθαρα απαγορεύει την επιστροφή οποιουδήποτε προσώπου εκεί όπου υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι να πιστεύεται ότι τα άτομα θα βρίσκονται σε κίνδυνο εξαναγκαστικής εξαφάνισης».
Οι εμπειρογνώμονες έκαναν έκκληση, εξάλλου, για τη δημιουργία ενός επαρκούς νομικού πλαισίου ως μέτρου για την πρόληψη εξαναγκαστικών εξαφανίσεων.
«Ορισμένα από αυτά τα μέτρα μπορούν να ληφθούν γρήγορα, περιλαμβανομένης της επικύρωσης της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία Όλων των Ατόμων από Εξαναγκαστική Εξαφάνιση, και της εισαγωγής ενός αυτόνομου εγκλήματος για εξαναγκαστική εξαφάνιση στον ποινικό κώδικα», σημείωσαν.
Πηγή: ΚΥΠΕ